- παρενθέτῳ
- παρένθετοςinterpolatedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρενθέτω — θέτω κάτι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ενθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
παρενθέτω — παρένθεσα, βάζω κάτι ανάμεσα σε δύο πράγματα, παρεμβάλλω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενθέτω — και εντίθημι (AM ἐντίθημι) τοποθετώ κάτι μέσα σε άλλο, παρενθέτω, παρεμβάλλω αρχ. 1. μτφ. εμβάλλω, προσφέρω αγαθό που λείπει («νῡν δ ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῡν», Φερεκρ.) 2. (ιδίως για νήπια) βάζω κάτι στο στόμα 3. τοποθετώ ανάμεσα,… … Dictionary of Greek
επεγκυκλώ — ἐπεγκυκλῶ, έω (Α) παρεμβάλλω, παρενθέτω κάτι … Dictionary of Greek
επεντίθημι — ἐπεντίθημι, (AM) παρενθέτω … Dictionary of Greek
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
παραγεμίζω — και παραγιομίζω 1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα») 2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμιση («παραγεμίζω τα κολοκυθάκια») 3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω… … Dictionary of Greek
παρεμβάλλω — ΝΑ [εμβάλλω] 1. τοποθετώ κοντά ή εισάγω κάτι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, παρενθέτω («παρενέβαλε αποσπάσματα από άλλο κείμενο») 2. μέσ. παρεμβάλλομαι αναμιγνύω τον εαυτό μου σε κάτι, παρεμβαίνω αρχ. 1. στρατ. παρεισάγω στρατεύματα σε… … Dictionary of Greek
παρεμβύω — Α παρενθέτω, παρενείρω, χώνω κάτι κοντά («μεταξὺ οὕτως εὐτελῆ ὀνόματα καὶ δημοτικὰ καὶ πτωχικά πολλὰ παρενέβυστο», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμβύω «κλείνω, αποφράσσω»] … Dictionary of Greek
παρενείρω — ΝΜΑ παρεμβάλλω, παρενθέτω («τῷ λόγῳ περιττὰς προτάσεις παρενείρειν», Αλέξ. Αφρ.) αρχ. 1. παρεισάγω («παρενείρειν χεῑρα», Σωρ.) 2. φρ. «ἑαυτὸν εἰς πάντα παρενείρων» παρεμβάλλοντας τον εαυτόν του σε κάθε πράγμα (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * +… … Dictionary of Greek